νηπίαχος — νηπίαχος, ον (Α) 1. νηπιώδης 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νηπίαχος το νήπιο 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νηπίαχα με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα («νηπίαχα φρονέων», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού νήπιος + κατάλ. αχος (πρβλ. στόμαχος: στόμα,… … Dictionary of Greek
νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… … Dictionary of Greek
νηπιόφρων — νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός. επίρρ... νηπιοφρόνως (Α) με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό φρων, μωρό φρων] … Dictionary of Greek
παιδαριεύομαι — (Α) [παιδάριον] φέρομαι με παιδαριώδη τρόπο … Dictionary of Greek
παιδαριώδης — ες (Α παιδαριώδης, ῶδες) [παιδάριον] αυτός που αρμόζει σε μικρό παιδί, στερημένος σοβαρότητας, παιδιακήσιος, παιδιαρίστικος («παιδαριώδης συμπεριφορά»). επίρρ... παιδαριωδώς (Α παιδαριωδῶς) με παιδαριώδη τρόπο, χωρίς σοβαρότητα … Dictionary of Greek
παιδιακήσιος — α, ο 1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδαριώδης («παιδιακήσια αφέλεια») 2. παιδικός («παιδιακήσιες φωνές»). επίρρ... παιδιακήσια με τρόπο που αρμόζει σε παιδί, με παιδικό ή παιδαριώδη τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιακός + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν… … Dictionary of Greek
παιδόλογο — το συν. στον πληθ. τα παιδόλογα παιδαριώδη λόγια, λόγια που χαρακτηρίζουν παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λόγος] … Dictionary of Greek
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
σάλιο — Το προϊόν της έκκρισης των σιαλογόνων αδένων, που χύνεται στο στόμα. Διακρίνεται σε τρία είδη, το παρωτιδικό, χωρίς βλέννα, το υπογνάθιο, που περιέχει λίγη βλέννα και το υπογλώσσιο, που είναι πλούσιο σε βλέννα. Τα τρία αυτά είδη ανακατεύονται στη … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek